- ανθρωπολάτρης
- οθηλ. -ισσα αυτός που λατρεύει άνθρωπο ή ανθρώπους: Ανθρωπολάτρες υπήρχαν σ' όλες τις εποχές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνθρωπολάτρης — manworshipper masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολάτρης — ο (AM ἀνθρωπολάτρης, θηλ. ις) αυτός που λατρεύει έναν άνθρωπο ως θεό … Dictionary of Greek
ἀνθρωπολάτραι — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc nom/voc pl ἀνθρωπολάτρᾱͅ , ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολατρῶν — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτραις — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτρην — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτρου — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτρας — ἀνθρωπολάτρᾱς , ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc acc pl ἀνθρωπολάτρᾱς , ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωπολατρία — Η λατρεία του ανθρώπου ως θεού, συνηθισμένο φαινόμενο στους πρωτόγονους λαούς. Η α. διατηρήθηκε μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια με τη μορφή λατρείας των αυτοκρατόρων και έως τις ημέρες μας δεν έχει εξαλειφθεί τελείως από ορισμένους λαούς. Οι… … Dictionary of Greek